σβέση

σβέση
η / σβέσις, -εως, ΝΑ
το σβήσιμο
αρχ.
1. (σχετικά με δίκη) διαγραφή
2. φρ. «κατὰ τὴν σβέσιν» — κατά την στιγμή που ψύχεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σβέση — η 1. σβήσιμο, κατάσβεση. 2. διαγραφή, ξεγράψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβέσῃ — σβέννυμι quench aor subj mid 2nd sg σβέννυμι quench aor subj act 3rd sg σβέννυμι quench fut ind mid 2nd sg σβέσηι , σβέσις quenching fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβέσηι — σβέσῃ , σβέννυμι quench aor subj mid 2nd sg σβέσῃ , σβέννυμι quench aor subj act 3rd sg σβέσῃ , σβέννυμι quench fut ind mid 2nd sg σβέσις quenching fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρανση — η (AM μάρανσις) [μαραίνω] μαρασμός, μάραμα αρχ. 1. ελάττωση, σμίκρυνση, έκλειψη 2. (για τη φωτιά) το σβήσιμο, η σβέση 3. (μετφ.) φθορά, παρακμή, αδυναμία («μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπει», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πυρόσβεση — η, Ν η κατάσβεση πυρκαγιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + σβέση] …   Dictionary of Greek

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνική σύντηξη — Αντίδραση στην οποία πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συγκρούονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ανακαταταγούν τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους (πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας δύο ή περισσότερα προϊόντα αντίδρασης, και να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”